- χρωματοποιείο
- τοεργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
χρωματουργείο — το χρωματοποιείο, εργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)